ἀγκυρομήλη

ἀγκυρομήλη
ἀγκυρομήλη
hooked probe
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγκυρομήλη — ἀγκυρομήλη, η (Α) είδος χειρουργικού εργαλείου, καμπυλωτή μήλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + μήλη] …   Dictionary of Greek

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”